τετραδιάτικος

τετραδιάτικος
-η, -ο, Ν
αυτός που αναφέρεται στην Τετάρτη.
επίρρ...
τετραδιάτικα Ν
κατά την Τετάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τετράδη «τετάρτη» + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. δευτερ-ιάτικος, μην-ιάτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”